Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

+ΓΕΡΩΝ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΚΟΡΚΟΛΙΑΚΟΣ



Μνήμη Γέρ. Βησσαρίωνα Αγαθωνίτη.
Χαράλαμπος Μπούσιας – Δρ., Υμνογράφος
Γέροντας Βησσαρίων γαθωνίτης κοιμήθηκε σιακ στς 22 ανουαρίου το 1991.


Τος φανες ργάτες το μπελνος του μφανς τος δοξάζει Κύριος, πο μ τν παγγνωσία Του προγνωρίζει τι θ γίνουν μοιοι τς εκόνος Του· ατος τος καλε στν πηρεσία Του καί, φο τος καθιστ δικαίους τος δοξάζει· «Ος δικαίωσε τούτους κα δόξασε» (ωμ. η΄ 30).
Τέτοιο φαν ργάτη στς μέρες μας, πού, φο νέβηκε τος ναβαθμος π τ «κατ’ εκόνα» στ «καθ’ μοίωσιν», τν κατέστησε κληρονόμο τς Βασιλείας Του δοξάζοντάς τον ταυτόχρονα μ φθαρσία το σκηνώματός του παρουσίασε Κύριος τν Γέροντα Βησσαρίωνα τν γαθωνίτη. Μ ξεχνμε τι «τ γεν το κόσμου κα τ ξουθενημένα» (Α΄ Κορίνθ. α΄ 28), τος σημους κα

περιφρονημένους πιλέγει πάντοτε Θεός, γι ν ποδείξει τιποτένιους κα λάχιστους ατος πο κόσμος θαυμάζει κα προβάλλει ς πρότυπα τς φήμερης ζως τους.
Στς μέρες μας που «πλεόνασεν μαρτία» (ωμ. ε΄ 20) λλ περισσεύει χάρη, λθε νακομιδ το φθάρτου σκηνώματος το Γέροντος Βησσαρίωνος ν μς προβληματίσει, γι τν π μέρους μας τίμωση το νθρωπίνου σώματος. τιμάζεται τ νθρώπινο σμα μ τς χαμαίζηλες πιθυμίες κα ρέξεις π λους μας, πο δν κατανοομε τι δν μς νήκει· δν εναι δικό μας· χρήση του κάνουμε, φο εναι, πως λέγει πόστολος Παλος «νας το ν μν γίου Πνεύματος» (Α΄ Κορίνθ. στ΄ 19)· τιμάζεται πίσης κα μ τ βλάσφημη καύση του μετ τν πομάκρυνση π’ ατ τς θάνατης ψυχς μ μοναδικ στόχο τν ξαφάνιση τν χνν τς γιότητος κα τν ποδυνάμωση τ πίστεως. καύση ατ τν νεκρν, πο δη φαρμόζεται σ πολλς χριστιανικές, λλοίμονο, χρες, μελετται ν φαρμοσθε κα στν ρθόδοξη πατρίδα μας. Δουλαγωγομε τ σμα κα τ ταλαιπωρομε μ διαρκ σκηση, χι γι ν καταστρέψουμε τν γεία του, λλ γι ν περιορίσουμε τν πίδρασή του στ πνευματικά κα ν νεβομε τν κλίμακα τς ρετς μ τ ζώωση το πνεύματός μας, φο εναι γνωστ τι « σάρξ πιθυμε κατ το πνεύματος τ δ πνεμα κατ τς σαρκός» (Γαλάτ. ε΄ 17). Μετ μως τ θάνατο, δηλαδ τ χωρισμ τς φθαρτης ψυχς π τ φθειρόμενη σάρκα τ σμα τ περιποιούμεθα κα μ τιμς τ παραδίδουμε στ γ, π τ ποία πλάσθηκε, γι ν ναστηθε στν κοιν ξανάσταση, που θ συναχθον τ γυμν στ κα θ λάβουν σάρκα κα νερα γι ν παρουσιασθον νώπιον το δικαιοκρίτου Κυρίου, πο μ τ στόμα το προφήτου εζεκιήλ λέγει: «δο γ νοίγω τ μνήματα μν κα νάξω μς ες τν γν το σραλ κα γνώσεσθε τι γώ εμι Κύριος ν τ νοξαί με τος τάφους μν το ναγαγεν με κ τν τάφων τν λαόν μου κα δώσω πνεμά μου ες μς κα ζήσεσθε» (εζ. λζ΄ 12-14).
Γέρων Βησσαρίων γεννήθηκε στν ελογημένη μεσηνιακ γ, στν εδυλιακ παραλιακ κώμη το Πεταλιδίου τ τος 1908· τ κοσμικό του νομα ταν νδρέας. φηβος πγε στν Καλαμάτα, που συνδέθηκε μ πνευματικος νθρώπους κα ναψε μέσα του θεος ρωτας κα φλόγα τς μοναχικς πολιτείας κα τς λοκληρωτικς σ’ Ατν φιερώσεως. ρχισε τσι τν ορανοδρόμο πορεία του, πο τν φτασε μέχρι τρίτου ορανο, που χος καθαρς ορταζόντων, παύστως δοξολογούντων τν Κύριο. λαβε τ μοναχικ σχμα μ τ νομα Βησσαρίων κα κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος κα ερέας μ τ φφίκιο το ρχιμανδρίτου. κατ κόσμο παιδεία του περιορίστηκε στ Σχολαρχεο, κατ Θεν μως τν νέδειξε πηγ σοφίας στείρευτη μ τ διαρκ μελέτη τν θείων Γραφν κα τν αστηρ τήρηση τν θεϊκν νταλμάτων. σοφία το νθρώπου π τν μπρακτη φαρμογ το νόμου το Θεο φαίνεται, πως μς λέει κα δελφόθεος άκωβος: «Τίς σοφς κα πιστήμων ν μν; Δειξάτω κ τς καλς ναστροφς τ ργα το ν πρατητι σοφίας» ( ά. γ΄ 13).
Γέρων Βησσαρίων ταν γεμάτος π γάπη Θεο, πο ερισκε πρακτικ φαρμογ στ πρόσωπα τν συνανθρώπων του σύμφωνα μ τ λόγια το Κυρίου μας «ε ποιήσατε ν τούτων τν δελφν μου τν λαχίστων μο ποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40). εαγγελιστς τς γάπης, ωάννης, γι τν πρακτικ φαρμον τ γάπης συνεχίζει λέγοντας: «άν τις επ τι γαπ τν Θεν κα τν δελφν ατο μισ, ψεύστης στίν. γρ μ γαπν τν δελφόν, ν ώρακε, τν Θεν ν οχ ώρακε πς δύναται γαπν;» (Α΄ ω. δ΄ 20). Καρδίτσα στ ρχ κα Φθιώτιδα ργότερα, μ κέντρο τ Μον γάθωνος πρξαν τ πεδία τς δράσεως το Γέροντος Βησσαρίωνος. Ατς θ γευθον τος πνευματικος εχυμους καρπούς, τς γαθοεργίες κα τ κχύλισμα τς καρδις του. κένωτη πηγ προσφορς Γέροντας κένωνε τν διο τν αυτό του στν πηρεσία το πλησίον μιμούμενος τν Κύριό μας, ποος «αυτν κένωσε μορφν δούλου λαβών, ν μοιώματι νθρώπων γενόμενος» (Φιλιπ. β΄ 7). Τος καρπος τν ργων του γεύθηκαν ο πάντες. Διακονία στ μοναστήρι, διακονία κα στν κόσμο. Προσφορ στν δελφότητα, προσφορ κα στν κοινωνία. λάνθαστη ποδηγεσία τν ξομολογουμένων μοναχν κα λαϊκν. ρωγ στος κινδυνεύοντες, χορτασμς τν πεινώντων, πλουτισμς τν πενήτων, δηγς τν πλανωμένων. Σώζει γέροντας τος νέους τς Λάρισας π τ χέρια τν Γερμανν. πισκέπτεται κα νισχύει κάθε βδομάδα τος σθενες στ νοσοκομεο τς Λαμίας. ξομολογε κα λκύει μ τ σαγήνη τς γάπης του τος μαθητς το κκλησιαστικο λυκείου Λαμίας. Συγκρατε τ παιδι τν χωρικν π λισθήματα. Ερηνεύει τ νδρόγυνα. Μοιράζει π τ σοδα το μοναστηριο στος πτωχούς, τν ποίων γνώριζε τς νάγκες. Προίκιζε πορα κορίτσια. Συνέτρεχε στς νάγκες λων τν κατοίκων τς περιοχς, πο βλεπαν στ πρόσωπο το Γέροντος Βησσαρίωνος τν φαν ργάτη τς γάπης, τν διο τν Κύριο, πο παιρνε τ μορφ το ταπεινο γαθωνίτη μοναστ. σθενικ κα δύναμη φωνή του, μετ π περιστατικ μ τος Γερμανούς, δν πρόδιδε τ δυναμικ γάπη τς καρδις του. γαποσε λοκάρδια τ Θε κα εναι σίγουρο τι κα κενος τν γαποσε ς «λαρ δότη» (Β΄ Κορίνθ. θ΄ 7), φο συχν τν κουγες ν ξωτερικεύει τν γωνία του κα ν λέει στος συμμοναστές του: «Ο νθρωποι ξω εναι φτωχοί· ξω πειννε· πρέπει ν τος βοηθήσουμε». Δίκαια, λοιπόν, τν νόμαζαν « γιος τν πτωχν».
Δν σταματοσε προσφορ το Γέροντος στ κοινωνικ ργο. Στ μοναστήρι καθόταν σν λαμπάδα ναμμένη μπροστ στν κκλησία. ποδεχόταν τος προσκυνητς μ τ επροσήγορο χαμόγελό του κα τος νέπαυε μ τ λόγια του. Τος περισσότερους τος γνώριζε μ τ νόματά τους, πως καλς ποιμν ποος γνώριζει τ πρόβατά του κα γνωρίζεται π’ ατά (ω. ι΄ 14). Κα χι μόνο τος γνώριζε, λλ γνώριζε κα τ προβλήματά τους, γι τ ποα μ νδιαφέρον ρωτοσε κα συνέτρεχε κατ τ δύναμή του λικ κα περιόριστα μ τν λόθερμη προσευχή του. Τ κέρασμα το καφ περιεχε κα τ βάλσαμο τς πνευματικς πικοινωνίας γνωρίζοντας τι «οκ π’ ρτ μόνον ζήσεται νθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4)· γι’ ατ κα πολλς φορς μόνος του τν ψηνε κα τν προσέφερε μαζ μ τ δροσερ ντλημα τς καρδις του.
λθε μως τ πλήρωμα το χρόνου πο φιλάργυρος νθρωπος, παραθεωρητς τν ματαίων το κόσμου, σκητς πο τ θεωροσε λα σκύβαλα «να Χριστν κερδήσ» (Φιλιπ. γ΄ 8) θ πλήρωνε τ γραμμάτιο τς ζως. Τ στιγμ ατ Γέρων Βησσαρίων τ περίμενε μ λαχτάρα, φο κα γι’ ατν σχυε τ Παύλειο: «μο τ ζν Χριστς κα τ ποθανεν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21). Μετ π σύντομη σθένεια πο ξελίχθηκε σ πνευμονικ οδημα Γέρων φησε τ φθαρτ τοτο κόσμο, γι ν περάσει στν κόσμο τς φθαρσίας, στν τελεύτητη μακαριότητα. Κοιμήθηκε ερηνικ στ νοσοκομεο Σωτηρία τς θήνας, στς 22 ανουαρίου το 1991.
εδηση το θανάτου το Γέροντος συγκλόνισε χι μόνο τ πνευματικά του παιδιά, λλ λη τ Φθιώτιδα. Τ μοναστήρι ντυμένο στ λευκά, π τ πολ χιόνι τν μερν κείνων, ποδέχθηκε τ σκήνωμα το κατάλευκου στν ψυχ πατρς Βησσαρίωνος, πο δη βρισκόταν στ χέρια το Θεο. Τρες μέρες σ λαϊκ προσκύνημα δν ταν ρκετς γι ν περάσει λος κόσμος πο εχε εεργετηθε π τν μακαριστ πατέρα. Κα μάλιστα μ διαίρετα ντίξοες συνθκες, π τν κακοκαιρία το χειμνα. Τν τρίτη μέρα, φο τ νεκροταφεο τς Μονς ταν δυσπροσπέλαστο, ποφάσισαν ο πατέρες ν θάψουν τ ελογημένο σκήνωμα στ βαπτιστήρια, σ δωμάτιο, που γέροντας συνήθιζε ν ξομολογε τ πλθος τν πνευματικν του παιδιν. κε π’ που μετ π δεκαπέντε λόκληρα χρόνια θ βγαινε τ σκήνωμα πως κριβς κατατέθηκε, χωρς τ παραμικρ χνος λλοιώσεως, γι ν δεικνύει πάντοτε τν εαρέσκεια το Θεο στν σιακ φαν βιοτή του, κα ν μς πιβεβαιώνει τ ψαλμικ «Θαυμαστς Θες ν τος γίοις ατο» (Ψαλμ. 67, 35).

δύναμη τς προσευχς του σζει Λαρισαίους π τ Γερμανικ πόσπασμα.
Στν Γερμανικ κατοχ μι μάδα πατριωτν Λαρισαίων βρέθηκε στ πόσπασμα. Μάταια Μητροπολίτης Λαρίσης παρακαλοσε γι τν διάσωσή του. στυγνς Γερμανς διοικητς ταν νένοτος. Μάλιστα ρισε κα τν μερα τς κτελέσεως.
Γέρων Βησσαρίων βρισκόμενος στν Λάρισα λη τν νύκτα δν μποροσε ν συχάσει. Δν χωροσε στ μυαλό του δέα τς κτελέσεως τν θώων Λαρισαίων. Τν παραμον τς κτελέσεως πγε στ Να το πολιούχου τς πόλεως, το γίου χιλείου κα πεσε στ γόνατα. κετευτικ παρακαλοσε τν γιο ν διασώσει τ παιδιά του. Τ δάκρυα του μούσκεψαν τ χρο μπροστ π τ ερ προσκυνητάρι. Μιλοσε στν γιο μ θέρμη κα προσευχή του νέβηκε κατ’ εθεαν στ θρόνο τς μεγαλωσύνης το εσπλαγχνου Κυρίου μας μέσα π τν μεσιτεία το θαυματουργο τς Λαρίσης εράρχου. Κα πάντηση π τν οραν δν ργησε ν δοθε.
Πρω Πρω τν πόμενη μέρα πηγαίνει στν καμπτο Γερμαν διοικητ κα το ναγγέλει τ ατημά του. Μ κπληξη βλέπει ατν ν μαλακώνει, ν κάμπτεται, ν ποχωρε. Γι χάρη σου το λέει τος λευθερώνω. Πρε τους κα φύγε!
προσευχή του εχε μεταβιβαστε κατάλληλα κα τ ποτέλεσμά της πρξε μεσο.

φόβος το διαμελισμο το σκήνους μεταποιήθηκε σ χαρά
ατροδικαστς κύριος Γιαμαρέλλος γι ν πιστοποιήσει τ θαμα τς φθαρσίας το σκηνώματος το Γέροντος Βησσαρίωνος νώπιον το γουμένου τς Μονς π. Δαμασκηνο κα τν λοιπν τς μονς πατέρων κουνοσε τ χέρια κα τ πόδια το Γέροντος μ μεγάλη δύναμη, πως ο ρθοπεδικο γιατρο τ μέλη τν σθενν τους, γι διαπίστωση τυχν ατν δυσκαμψίας. π. Δαμασκηνς φοβούμενος διαμελισμ το σκήνους π τς πότομες ατς κινήσεις παρακάλεσε τν ατροδικαστ ν εναι πι προσεκτικός. κενος μ πιστημονικ κατάφαση πάντησε τι δν μποροσε ν πογράψει τ ρώμενο θαμα ν δν ταν πόλυτα πεπεισμένος γι’ ατό. Στ τέλος κανε τ σταυρό του κα επε. Σ’ εχαριστ, Θεέ μου, πο μ ξίωσες στ δύση τς σταδιοδρομίας μου ν δ τ θαυμάσιά Σου! θαυμασμός του γι τ περφυσικ θέαμα νισχυόταν πίσης π τ τι τ σκνος το σίου βάσταζε τ ερ εαγγέλιο, πο το βαλαν μετ τν πομάκρυνση το μεγάλου κατ τν ταφή, πολ σφιχτ, παρ’ λο πο τ χέρι μετ π τόσες μέρες (τρες μέρες βρισκόταν σ λαϊκ προσκύνημα μ τ μεγάλο Εαγγελίο) θ πρεπε ν φαπτόταν μόνο το ερο εαγγελίου. πίσης τι τ σκνος δν εχε περάσει τν κατάσταση το τυμπανισμο, πως λα, λλ πέρασε π’ εθείας στν κατάσταση τς φυδατώσεως.

Τ τερπνν μετ το φελίμου
Γέρων Βησσαρίων πήγαινε τακτικ στ κκλησιαστικ λύκειο Λαμίας κα ξομολογοσε τος μαθητές. ξομολόγηση ταν μέσα στ ποιμαντικά του καθήκοντα κα γωνία του γι τ σωτηρία τν ψυχν, διαίτερα τν νέων τν συχεχε. Ο μαθητς σαν πολλς φορς διάφοροι γι τν ξομολόγηση. πρεπε κάτι ν μηχανευθε γι ν τος προσελκύσει κα ν κεντρίσει τ νδιαφέρον τους. ς λλος Παλος γινόταν «τος πσι τ πάντα, να πάμντως τινς σώσ» (Α΄ Κορίνθ. θ΄ 22). Κα τ πετύχαινε. Μετ τν ξομολόγηση βαζε πάντοτε «κάτι» στ χέρια τν παιδιν. Ατ χαρούμενα τ διέδιδαν κα στ λλα, πότε λα σχεδν πήγαιναν χι τόσο γι τν ξομολόγηση, σο γι τ χαρτζιλίκι. Γέροντας βέβαια τ γνώριζε ατό, λλ μ τν καλωσύνη του κα τς προσευχές του τραβοσε λο κα περισσότερα παιδιά, πο γλυκαίνονταν στν ξομολόγηση στε ν γίνει παραίτητο συστατικ, πως πρεπε λλωστε, τς πνευματικς τους προόδου. Συνδύαζε Γέροντας «τ τερπνν μετ το φελίμου».

φιλάργυρος προικοδότης
Γέρων Βησσαρίων δν βαστοσε χρήματα πάνω του. Πολλς φορς οτε γι τ εσιτήριά του. θεραπεία τν ναγκν τν λλων ταν τ πρωταρχικό του μέλημα.
Μι μέρα νας εσεβς χριστιανός, πο γνώριζε τς ρετς το γέροντος, το βαλε στν τσέπη να φακελλάκι μ κάποια χρήματα. ταν σίγουρος τι θ πνε σ καλ σκοπό, κα Γέρων γνώριζε πο κα πς ν τ διαθέσει.
Μετ π λίγο μι πτωχ γυνακα τν πλησίασε κα ζήτησε ν τ βοηθήσει. Γέρων μέσως κατάλαβε τς νάγκες της κα ς εσυμπάθητος πο ταν βαλε τ χέρι στν τσέπη κα χωρς ν λέγξει τ περιεχόμενο το φακέλλου τ συρε κα τς τ δωσε. κείνη εχαρίστησε κα φυγε.
Μετ π να περίπου χρόνο τν πισκέφθηκε δια γυνακα, χι πάλι γι ν ζητήσει βοήθεια, λλ γι ν τν εχαριστήσει.
– Σ’ εχαριστ, Γέροντα, γι τν γάπη σου. Μ τ χρήματα πο μο δωσες τς προάλλες μπόρεσα κα χι μόνο βγκα π τ δύσκολη οκονομικ θέση πο βρισκόμουν, λλ πάντρεψα κα τ παιδί μου. φιλάργυρος γέροντας εχε δώσει, χωρς ν τ λέγξει πολ μεγάλο χρηματικ ποσόν. σο χρειαζόταν γι ν λύσει τ προβλήματα τς πτωχς γυναίκας.

Τ πεινασμένο παιδάκι τς κατοχς
ταν προπαραμονς Χριστουγέννων το τους 1988. Στ ρχονταρίκι τς Μονς γάθωνος μ κρεμαστ τζάκι Γέροντας Βησσαρίων διάβαζε κάποιο Χριστιανικ ντυπο. ταν πορροφημένος κα φαινόταν συγκινημένος. Σ μι στιγμ σημερινς γούμενος, πατρ Δαμασκηνός, ποος καθόταν κοντά του κα γραφε Χριστουγεννιάτικες κάρτες ντιλήφθηκε τ Γέροντα ν κλαίει κα ν προσπαθε ν σφογγίσει τ δάκρυά του. Γιατί κλας, παπούλλη, τν ρώτησε;
– Δν χω τίποτα, παιδί μου, πάντησε, μν νησυχες!

Μ κλας, παπούλλη! Πές μου γιατί κλας; Σο συμβαίνει τίποτα;
χι, παιδί μου! Νά, κάτι θυμήθηκα. Ποτ ν μν ξανάρθουν στν τόπο μας κενα τ μαρα χρόνια τς κατοχς, τς ξαθλιώσεως, τς πείνας. Θυμμαι κάτι πο μο συνέβηκε κατ τ Θεία Λειτουργία τν Χριστουγέννων το 1941, σ να ρειν χωρι τς Καρδίτσας, που τότε φημέρευα. ταν βγκα στν ραία Πύλη μ τ γιο Δισκοπότηρο στ χέρια κα επα τ «Μετ φόβου Θεο, πίστεως κα γάπης προσέλθετε», ρχισαν ν ρχονται γι τ Θεία Κοινωνία λοι ο χωριανοί, μ προπορευόμενα τ παδιά τους. Μι νεαρ μάννα φερε μπροστά μου τ σκελετωμένο παιδάκι της. κενο νοιξε τ στοματάκι του κα περίμενε τ Θεο Μαργαρίτη· περίμενε ν μεταλάβει τ Σμα κα τ Αμα το Χριστο μας. Μο επε τ νομά του κα τ κοινώνησα. λλά, ντ ν πομακρυνθε κράτησε σφιχτά, τ καϋμένο, μ τ δυνατισμένα χεράκια του τ ερ μάκτρο, τ κόκκινο μανδήλι πο σκουπίζουμε τ στόματά μας μετ τ Θεία Κοινωνία, κα μο φώναξε κλαίοντας:
-Κι’ λλο, παπούλλη, κι’ λλο!
Πεινοσε τ παιδάκι μου! Λύγισαν τ γόνατά μου κα μι τρεμολα πλώθησε σ λο τ κορμί μου. Βούρκωσαν τ μάτια μου κα γι ν μ δον ο πιστο γύρισα στν γία Τράπεζα. φησα τ γιο Ποτήριο κα κάθισα σ’ να σκαμνάκι. κλαψα κα επα μ νθρώπινο πόνο:

– Γιατί φησες, Θεέ μου, τν πατρίδα μας ν λθει σ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, τ παιδιά μας!

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας μνογράφος τς τν λεξανδρέων κκλησίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου